- μυσαχρόν
- μυσαχρόν (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μυσαρόν, μυσαχθές».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαχ- τού μυσάττομαι* «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» (πρβλ. ἐ-μυ-σάχ-θην) + κατάλ. -ρός, -ρόν (πρβλ. βδελύττομαι: βδελυχρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.